- χηρικόν
- τὸ, Μτάγμα χηρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. χηρικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηρικόν — χηρικός of masc acc sg χηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηρικός — ή, όν, ΜΑ [χήρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην χήρα μσν. το ουδ. ως ουσ. βλ. χηρικόν. επίρρ... χηρικῶς Μ από άποψη ή κατά τον τρόπο χηρείας … Dictionary of Greek
ВДОВИЦЫ ЦЕРКОВНЫЕ — [греч. αἱ χῆραι τῆς ἐκκλησίας], особый вид церковного служения, исполняемого вдовами; восходит к апостольскому веку, существовал в течение неск. столетий: в доникейский период и в эпоху Вселенских Соборов. Последнее упоминание о В. ц. в канонах… … Православная энциклопедия